- εικοσιτέσσερεις
- -α και εικοσιτέσσερις, -ες, εικοσιτέσσερα(απόλ. αριθμητικό) είκοσι και τέσσερα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εικοσιτετράωρος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί εικοσιτέσσερεις ώρες («εικοσιτετράωρη απεργία») 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσιτετράωρο χρονικό διάστημα εικοσιτεσσάρων ωρών, ένα ημερονύκτιο … Dictionary of Greek
τραπεζόεδρος — η, ο, Ν 1. (για στερεά) αυτός τού οποίου οι έδρες είναι τραπέζια 2. το ουδ. ως ουσ. το τραπεζόεδρο α) στερεό τού οποίου οι έδρες είναι τραπέζια β) (κρυσταλλ.) πολύεδρο με έξι, οκτώ, δώδεκα ή εικοσιτέσσερεις έδρες, σχήματος τραπεζίου, από τις… … Dictionary of Greek